- περινεύριος
- -α, -ο, Ν1. το ουδ. ως ουσ. βλ. περινεύριο2. φρ. «περινεύριος μεταχρωματισμός»βοτ. η μεταβολή τού χρώματος ιστών τού φύλλου κατά μήκος τών κύριων νευρώσεών του.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + νεύρο + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.